λαουτιέρης

λαουτιέρης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαουτιέρης" в других словарях:

  • λαουτιέρης — και λαουτάρης, ο αυτός που παίζει λαούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαούτο + κατάλ. ιέρης, (πρβλ. καμηλ ιέρης, τιμον ιέρης)] …   Dictionary of Greek

  • -ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… …   Dictionary of Greek

  • λαγουτάρης — και λαουτάρης, ο (Μ λα[γ]ουτάρης και λα[γ]ουτάρις) [λαγούτο] αυτός που παίζει λαούτο, λαουτιέρης …   Dictionary of Greek

  • λαγουτιστής — και λαβουτιστής, ὁ (Μ) [λαγούτο] λαουτιέρης, παίκτης λαούτου …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»